Πράξη Πρώτη
Βρίσκομαι στην Αθήνα, απόγευμα Παρασκευής, η ζέστη με ζαλίζει, φτάνω σπίτι σέρνοντας μια βαλίτσα πίσω μου. Την αφήνω και αρχίζω τις διαπραγματεύσεις με τους «Αθηναίους» για το πού θα πάμε απόψε. Όχι μακριά από το σπίτι, να μην τρέχουμε, να μην αργήσουμε να γυρίσουμε, ήταν κάποιες από τις βασικές τοποθετήσεις που στάθηκαν αρκετές για να μας περιορίσουν στη γειτονιά του Κουκακίου, η οποία έχει αρκετές προτάσεις για έξοδο.
Κι αν ο πεζόδρομος της Δράκου είναι το down town του Κουκακίου, εμείς προχωρήσαμε ακόμα παρά πέρα, στην αρχή της Βεΐκου, σε ένα μικροσκοπικό μεξικάνικο εστιατόριο που δε χωρά παρά πέντε μικρά τραπέζια μέσα, ενώ κάνοντας κατάχρηση του διπλανού πεζοδρομίου, τώρα το καλοκαίρι προστίθενται άλλα τρία.
Το Rincon Mexicano περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Δεν έχει τίποτα το ικανό για να σε προκαλέσει να μπεις μέσα, αν δεν πηγαίνεις υποψιασμένος για το φαγητό του. Κουζίνα και κυρίως χώρος είναι ενιαία, έχοντας τη «χαρά» να παρατηρείς το κάθε τι που γίνεται μέσα σε αυτή. Το ντεκόρ είναι ανύπαρκτο, το ίδιο και η λέξη καλαισθησία.
Όμως, μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι οι θαμώνες είναι στην πλειονότητά τους μεξικανοί, όπως και οι ιδιοκτήτες του. Γιατί τα φαγητάκια του ομολογουμένως περιορισμένου καταλόγου δε θυμίζουν σε τίποτα ό,τι μεξικάνικο έχουμε δοκιμάσει μέχρι τώρα. Μάλλον πλησιάζει στο σπιτικό φαγητό κάθε μεξικανής που σε υποδέχεται στην κουζίνα της. Συνεπώς, αν δε θέλετε να δοκιμάσετε τις μεξικάνικες γεύσεις που έχετε συνηθίσει, καλύτερα να μην το επισκεφτείτε.
Οι τιμές είναι φυσιολογικές, αν και οι μερίδες είναι λίγο πιο «συμμαζεμένες» απ’ ότι θα ήθελα. Τα νάτσος δε λένε τίποτα το ιδιαίτερο, μην τα προτιμήσετε. Εμείς δοκιμάσαμε τορτίγια με τραγανά λαχανικά, η οποία ήταν πολύ δροσερή και νόστιμη και κοτόπουλο με σάλτσα σοκολάτας.
Τέλος πήραμε ένα χοιρινό με πιπεριές, που μάλλον ήταν το καλύτερο της βραδιάς.
Ήπιαμε σαγκρία και μαργαρίτα και τα δύο σε πολύ ελαφριά εκδοχή. Η σαγκρία θύμιζε χυμό βύσσινο, ενώ η μαργαρίτα ήταν σαν γρανίτα λεμονάδας. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι τη φτιάχνουν με γρανίτα λεμονάδας λουξ. Όπως καταλάβατε, αν πιείτε κάτι πλην του νερού, καλύτερα να προτιμήσετε μια μπυρίτσα.
Φεύγοντας από το Ricon Mexicano κοντοσταθήκαμε στην αρχή της Φαλήρου στο Tica Bar, ένα εξωτικό μπαράκι σε ρυθμούς κιτς. Πρόσφατα το Food and the city το παρουσίασε για τα ωραία του κοκτέιλς. Αν και το κίνητρό μου ήταν ένα από αυτά, τελικά δε στάθηκε ισχυρό για να με κρατήσει στο χώρο, που «εμπλουτιζόταν» από το είδος μουσικής που δε μου αρέσει. Γιατί, άντε, ας καταπιώ το κιτς τρόπικαλ ντεκόρ, αλλά αυτή τη μπιτάτη μουσική πώς να τη συνδυάσω με το χώρο; Τίποτα σε πιο λάτιν κατάσταση δε διαθέτει το κατάστημα;
Εγώ τα ψάρια δεν τα τρώω. Ούτε τα θαλασσινά. Βασικά τα απεχθάνομαι, μου προκαλούν αναστάτωση στο στομάχι. Και όχι μόνο η γεύση τους, αλλά και η μυρωδιά τους. Γι’ αυτό, το Sushi Bar στο οποίο με ‘έσυραν’ με το ζόρι για μεσημεριανό δεν έγινε το αγαπημένο μου στέκι…Οι υπόλοιποι έγλυφαν τα δάχτυλά τους, εγώ τσίμπησα μια πιρουνιά από noodles με λαχανικά και έκανα το τραγικό λάθος να εμπιστευθώ την ξαδέρφη μου, η οποία με διαβεβαίωνε ότι έπρεπε να δοκιμάσω ένα από τα ρολά με σουρίμι, γιατί δε μύριζαν καθόλου ψάρι. Φεύ! Η δοκιμή μού ήταν ανατριχιαστικά δυσάρεστη. Μην πάρετε τοις μετρητοίς αυτά που γράφω για το σούσι, δεν είμαι αντικειμενική. Αντικειμενικότατα όμως, φεύγοντας από εκεί τα ρούχα μας είχαν ρουφήξει όλες τις ανακατεμένες μυρωδιές που έβγαιναν από την κουζίνα. Μεγάλο μείον να φεύγεις από εστιατόριο έχοντας επάνω σου την κουζινίλα.
Κυριακή μεσημέρι κάθομαι στην Αδριανού, στο γωνιακό τραπεζάκι υπό φυσική σκιά του εστιατορίου KUZINA. Η οικονομική κρίση εμφανής, αφού και αυτό το μαγαζί, παραδόξως, είχε πολλά άδεια τραπέζια. Και να σκεφτείτε ότι φρόντισα να κάνω κράτηση τέσσερεις μέρες πριν!
Αν με ρωτήσετε αν ενθουσιάστηκα με την κουζίνα, η απάντηση είναι αρνητική. Δε λέω ότι δεν ήταν προσεγμένα όλα και από πρώτης ποιότητας υλικά, αλλά τα πιάτα που δοκίμασα δε με έκαναν να μουρμουρίσω το «μμμμμμμμ» της απόλαυσης. Σε αντίθεση με το εστιατόριο «Κάπελα» της Θεσσαλονίκης, που ανέφερα στο αντίστοιχο ποστ.
Η πράσινη σαλάτα μας με τα καραμελωμένα κρεμμυδάκια, τις σταφίδες και το μπέικον ήταν συμπαθητική, τίποτα το ιδιαίτερο όμως.
Μεγάλη αποτυχία ήταν οι λουκουμάδες τυριών με σάλτσα ροδιού και φιστίκι αιγίνης. Εκτός από το ότι η σάλτσα ροδιού δεν έδινε τίποτα στο πιάτο, το φιστίκι αιγίνης ήταν απειροελάχιστο σαν απλή πινελιά food styling, ενώ η λιαστή ντομάτα μέσα στα τυριά δεν ταίριαζε καθόλου στο σύνολο. Γενικά ήταν ένα βαρύ ορεκτικό που σου έκλεινε εύκολα την όρεξη.
Τα κυρίως μας ήταν όλα πολύ ζουμερά και καλομαγειρεμένα. Το καλύτερο πιάτο ήταν το κοτόπουλο σε κινέζικο στυλ, αξιολογότατο και το ριζότο με σπεκ, παντζάρι και κατσικίσιο τυρί.
Βέβαια, αυτό προϋποθέτει το να αγαπάς το κατσικίσιο τυρί, αλλιώς η μπουκιά δεν κατεβαίνει…Τελευταίο από τα κυρίως πιάτα έρχεται η χοιρινή μπριζόλα με πατάτες φούρνου. Πολύ νόστιμο κρέας άριστης ποιότητας, μαλακό, συνοδευμένο με πατάτες-λουκούμι. Όμως επαναλαμβάνω ότι δε μου έμεινε αξέχαστο.
Σε αντίθεση με όλα τα πιάτα, το γλυκό ήταν αυτό που πραγματικά άξιζε προσοχής (ίσως όμως όχι και τα λεφτά του). Μους λευκής σοκολάτας σε σούπα φράουλας. Υπέροχος και δροσερός συνδυασμός, πολύ ραφινέ και πλούσια γεύση, ωραία παρουσίαση. Αλλά γιατί, βρε παιδιά, τόσο ακριβό;
Εν κατακλείδι, στην KUZINA δε θα ξαναπήγαινα και ίσως, λέω ίσως, οι χρυσοί σκούφοι που έχει πάρει να είναι λίγο φουσκωμένοι. Sorry αν γίνομαι πολύ αυστηρή.
Πράξη Δεύτερη
Αλήθεια, πείτε μου, υπάρχει πιο ωραίος τρόπος στην Αθήνα να ξεκινά η μέρα με ένα τεράστιο κομμάτι carrot cake από το Cake στο Κολωνάκι; Σίγουρα όχι, ειδικά με τη συνοδεία τζαζ μουσικής που του ταιριάζει τέλεια! Και ευτυχώς που το κέικ ήταν ενισχυμένης μερίδας γιατί με κράτησε όρθια όλη την υπόλοιπη ημέρα μαζί με μισή τυρόπιτα από το Μαμ, το οποίο είναι και μιαμ! Δε μπορώ εδώ να αντισταθώ στη σύγκριση μεταξύ της τυρόπιτας του Μαμ και του Άριστον. Την τυρόπιτα του δεύτερου τη θεωρώ υπερεκτιμημένη. Με υπέρ του δέοντος ψωμάτη ζύμη και αρκετά τραγανή. Σε αντίθεση με του Μαμ, όπου η τυρόπιτα λιώνει στο στόμα, με το τυρί να είναι πιο πλούσιο κρατώντας πάντα την ισορροπία με το φύλλο που θρυμματίζεται στην πρώτη δαγκωνιά.
Στην Αθήνα δε θέλω να ξαναπάω μέσα στο 2011. Μου αρκούν τα τρία ταξίδια που έκανα μέχρι τώρα. Βέβαια, δε μπορώ να πάρω όρκο ότι δε θα «ξαναπεταχτώ» αν με προκαλέσει κάποια ενδιαφέρουσα συναυλία που είναι αδύνατο να έρθει στη Ρόδο. Όπως για παράδειγμα το Φεστιβάλ Ευρωπαϊκής Τζαζ, που έγινε στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων.
Το Σάββατο το βράδυ ακούσαμε δύο πολύ ενδιαφέροντα σχήματα τζαζ μουσικής για να καταλήξουμε στο αγαπημένο Bacaro, στην αρχή της Σοφοκλέους, για να ακούσουμε όπως πάντα ζωντανή live jazz με ένα από τα πρωτότυπα κοκτέιλς που προτείνουν.
Κυριακή πρωί μετά από την επίσκεψη στην έκθεση-αφιέρωμα στον Γιάννη Μόραλη στην Εθνική Πινακοθήκη (ένα όνειρο) και στην έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο, κατηφορίζω προς το ξενοδοχείο κάνοντας μικρή στάση σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιταλική ‘γωνιά’ της Αθήνας, το Brigante. Δεν έχω πολλά να αναφέρω γιατί δεν ήπια παρά ένα «καφέ χωρίς καφέ» που λέει και ο αγαπητός μου συνεργάτης στη δουλειά, δηλαδή decaf. Το freddo cappuccino ήταν μια απόλαυση, και το λέω εγώ που δεν πίνω καφέδες…Σας περιγράφω τη διαδικασία: Στο τεράστιο ποτήρι έβαλε για αρχή μια μεγάλη ποσότητα πλούσιας κρέμας. Έτριψε πάγο, έφτιαξε τον εσπρέσσο και τα έριξε πάνω από την κρέμα. Πρόσθεσε λίγη ακόμα κρέμα, πασπάλισε με κανέλλα όπως του ζήτησα και τέλος συμπλήρωσε με επιπλέον πλούσιο άσπρο και λαχταριστό αφρόγαλα. Και πάλι από πάνω έξτρα κανέλλα. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα και, αν η όρεξή σας το επιτρέψει δοκιμάστε είτε ένα από τα παγωτά που φαινόντουσαν άκρως ενδιαφέροντα στη βιτρίνα, είτε μία από τις πρωτότυπες πίτσες που προτείνουν κάθε μέρα.
Νομίζω ότι το κέντρο της Αθήνας δεν έχει να προτείνει κάτι το ουσιαστικό και ενδιαφέρον για φαγητό Κυριακή μεσημέρι. Τα περισσότερα εστιατόρια είναι κλειστά και με κόπο βρίσκεις κάτι αξιόλογο για να ηρεμήσει ο λύκος στο στομάχι.
Εμείς εκεί στην Ομήρου και Σκουφά γωνία καθίσαμε στο ομώνυμο Meat Bar με πολύ μοντέρνα διάθεση, αν και το μενού του περιλαμβάνει ψητά που συναντάς σε κλασικές σουβλακερί.
Πήραμε μία πολύ ωραία πράσινη σαλάτα, ένα κομάτι πρασόπιτα με εξαιρετικό φύλλο, καλαμάκια από χοιρινό και κοτόπουλο και ψητά μπριζολάκια. Ήταν όλα όχι μόνο πεντανόστιμα, αλλά και πολύ καλοψημένα, ζουμερά όπως πρέπει. Το προσωπικό ήταν πολύ ευγενικό και άνετο, όπως πρέπει για τέτοιους χώρους. Στο τέλος μας κέρασαν γλυκό, κορμό σοκολάτας, που στεκόταν αξιοπρεπέστατα.
Η ανταπόκριση από την πρωτεύουσα τελειώνει κάπου εδώ, μάλλον δε θα έχουμε την ευκαιρία σύντομα να καταγράψω τα γαστροδρώμενά της. Αλλά αυτό μάλλον είναι καλό. Τόσοι άλλοι ενδιαφέροντες προορισμοί υπάρχουν για εξερεύνηση...
Πολύ ενδιαφέρουσα η κριτική σου! Μ'αρέσει να διαβάζω προσωπικές απόψεις ανθρώπων σαν και μένα που θα επισκεφθούνε το κατάστημα, γιατί σίγουρα θα είναι πιο αντικειμενικοί απ'οτι κάποιος υποτιθεμέμενος ειδήμων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒέβαια δεν έχω φάει σε κανένα από τα παραπάνω μαγαζιά μιας και μένω στη Θεσσαλονίκη. Αλλά ούτε και εδώ μπορώ να πω ότι έψω επισκεφτεί πολλά. Πάντως έχει ανοίξει και 2ο Κάπελα, στο Πανόραμα αυτήν τη φορά, αλλά η αλήθεια είναι οτι δεν άκουσα και τα καλύτερα για αυτό.
Και εγώ ανήκω στο κλάμπ όσων εμπιστεύονται τους μπλόγκερς και όχι τους saveurs...Την έχω 'πατήσει' αρκετές φορές πηγαίνοντας σε κάποιο εστιατόριο επειδή το προτείνει κάποιος well known γαστρονόμος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΏστε Θεσσαλονικιά η Call me M? Ενδιαφέρον! Ελπίζω να συμφωνείς με όσα γράφω στη σχετική με την πόλη σου ανάρτηση. Όσο για το Κάπελα 2 δεν ξέρω, πάντως το Κάπελα 1 είναι υπέροχο!
Άργησα να απαντήσω αλλά να'μαι πάλι...Ναι, ειμαι Θεσσαλονικιά! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διάβασα το σχετικό σου ποστ για τη Θεσσαλονίκη εδώ και καιρό και φυσικά συμφωνώ. Ειδικά για τα τρίγωνα του Ελενίδη. Ειναι καταπληκτικά και καλά έκανες και δοκίμασες τα συγκεκριμένα γιατί κανένα άλλο δεν συγκρίνεται μαζί τους. Ευχτυχώς δεν μπαίνω συχνά στον πειρασμό να τα φαω, παρόλο που είναι κοντά στο σπίτι μου, γιατί θα είχα καεί.
Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε τόσο η πόλη μου και η κουζίνα της. Εμείς οι Θεσσαλονικείς φαίνεται ότι αγαπάμε το καλό φαΐ (και γλυκό φυσικά) και το δείχνουμε με κάθε ευκαιρία.